-
1 επιχειρήσαι
-
2 ἐπιχειρήσαι
-
3 επιχειρήσαι
-
4 ἐπιχειρῆσαι
-
5 σφαλερος
31) шатающийся, неустойчивый, дрожащий(κῶλα Aesch.)
2) непостоянный, колеблющийся(σύμμαχοι Dem.)
3) недостоверный, ненадежный, непрочный, шаткий(χρῆμα Her.; ῥῦμα Soph.)
σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν ἕξις Plat. — шаткое здоровье4) неверный, обманчивый(τὸ καλόν Eur.)
5) рискованный, опасный (sc. ἡγεμών Eur.; γράμματα Plat.) -
6 σφαλερός
A likely to make one stumble or trip metaph., slippery, perilous, τυραννὶς χρῆμα ς. Hdt.3.53; γνωμέω.. τὴν -ωτέρην σεωυτῷ Id.7.16
.ά; σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασύς E.Supp. 508
; τοῦτο δέ γ ἐστὶν τὸ καλὸν ς. Id.IA21 (anap.);ὦ βιοτή.. ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι Id.Fr. 916
(lyr.); πάντων -ώτατον, of future events, Th.4.62, cf. Hp.Aph.1.1;- ώτατοι καιροί Phld.Oec.p.48
J., SIG 796 B 10 (Epid., i A.D.); of poems, Pl.Lg. 810b; σ. τρόπος (v.l. τόπος) Hp.Prog.22; σφαλερόν [ ἐστι], c. inf., Pl.R. 451a, Lg. 688b; τὸ ἐπιχειρῆσαι ς. X.HG2.1.2. Adv. [comp] Comp. -ώτερον, νοσεῖν to be more dangerously ill, Gal.15.724.II ([etym.] σφάλλομαι) ready to fall, tottering, reeling, (lyr.); (anap.); σῶμα σ. ἐν ταῖς κινήσεσι, of revellers and sufferers from coma, Gal. 7.645; ἕξις σ. πρὸς ὑγίειαν uncertain in point of health, Pl.R. 404a. Adv. -ρῶς, ὑγιαίνειν enjoy health precariously, Gal.6.810.III of persons, where the sense often fluctuates between 1 and 11,ἴχνεσι σφαλεροί Nic.Al. 189
, cf. 400; σ. σύμμαχοι uncertain, D.1.7; προστάτης ς. E.Fr.774.3. Adv. (anap.), Isoc.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαλερός
-
7 ἀλληλίζω
A lie together, sens. obsc., AB383:—also ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν, and ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλληλίζω
-
8 ἀποτολμάω
A make a bold venture upon,τινί Th.7.67
: c. inf.,ἀ. ἐπιχειρῆσαι Lys.7.28
;λέγειν Aeschin.3.131
, cf. Plb.2.45.2, Ph.1.233, etc.:—[tense] pf. part. [voice] Pass. in act. sense, δι' ἐλευθερίας λίαν ἀποτετολμημένης too presumptuous liberty, Pl.Lg. 701b, cf. Plu.Galb.25: in pass. sense,εἰπεῖν τὰ νῦν ἀποτετ. Pl.R. 503b
: abs.,ἀποτολμᾷ καὶ λέγει Ep.Rom.10.20
: c.acc.,ἀναίρεσιν J.AJ7.8.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτολμάω
См. также в других словарях:
ἐπιχειρήσαι — ἐπιχειρήσαῑ , ἐπιχειρέω put one s hand to aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρῆσαι — ἐπιχειρέω put one s hand to aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)